14.2.07

Αχ αυτός ο «Βαλεντίνος» !

Η 14η ημέρα του Φλεβάρη είναι αφιερωμένη στον έρωτα, ο οποίος αποτυπώνεται πλέον στο πρόσωπο του Αγίου Βαλεντίνου.
Πιθανότατα η μέρα των ερωτευμένων προέρχεται από την αρχαία πεποίθηση ότι τα πτηνά άρχιζαν να ζευγαρώνουν στις 14 Φλεβάρη. Η ίδια ημέρα ήταν και επίσημη γιορτή στο καθολικό εορτολόγιο ως το 1969, προς τιμή δύο Χριστιανών αγίων -ένας εκ των οποίων ονομαζόταν Βαλεντίνος. Ο Άγιος Βαλεντίνος υποβλήθηκε σε ανελέητα μαρτύρια από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο τον 2ο αιώνα γιατί, παρά τη ρητή απαγόρευση του κυβερνήτη, εκείνος συνέχιζε να τελεί γάμους νέων ζευγαριών. Επιπλέον σημειώνεται πως την 15η του Φλεβάρη «γιόρταζε» η γονιμότητα (Lupercalia) προς τιμή του θεού Lupercus.
Με την πάροδο των αιώνων οι δύο εορτασμοί αναμείχθηκαν, γι αυτό η σύγχρονη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου είναι αφιερωμένη στους εραστές, και όχι στη μνήμη του Αγίου. Η γιορτή αυτή έφτασε στην χώρα μας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αμέσως εντάχθηκε στο εορτολόγιο κάθε.. ερωτευμένου Έλληνα!


Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου οι περισσότεροι από τους ερωτευμένους σπεύδουν να αγοράσουν ό,τι καλύτερο για τον/ την σύντροφό τους, έχουν κανονίσει ένα ρομαντικό δείπνο ή ακόμη και μία εκδρομή. Βέβαια υπάρχουν κι εκείνοι που αναρωτιούνται αν με ένα δώρο –το οποίο εθιμοτυπικά μοιάζει να απαιτείται πια- θα μπορέσουν να αποδείξουν τα αληθινά τους αισθήματα. Τέτοιου είδους προβληματισμοί θα ήταν καλύτερα να μην έπαιρναν υλική μορφή, όχι μόνο σήμερα αλλά κάθε μέρα, ειδικότερα όμως όταν επιθυμούμε να αποδείξουμε την αγάπη μας στο «άλλο μας μισό».

Η αγάπη από την στιγμή που θα παρουσιαστεί στη ζωή μας, δεν μας χαρίζει υλικά αγαθά, αλλά... χαρά, αισιοδοξία και δύναμη. Κι εμείς μόλις νιώσουμε να γεννιέται μέσα μας αγάπη για ένα πρόσωπο κι εκείνο μας προσφέρει την δική του απλόχερα, τότε ξεκινάνε τα «δώρα»..

Δώρα που δεν μοιάζουν με χνουδωτούς αρκούδους και δεν χαρίζονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Δώρα που δεν τα βλέπουν τα μάτια μας, δεν τα αγγίζουν τα χέρια μας, ούτε κοστίζουν σε χρήματα.
Είναι άυλα, ανεκτίμητα, μας αλλάζουν βαθιά και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.

Τα δώρα αυτά λέγονται σκέψη, έγνοια, σεβασμός, ειλικρίνεια, κατανόηση, συμπαράσταση, θέληση, προστασία, τρυφερότητα…
Τα προσφέρουν μόνο εκείνοι που νιώθουν πραγματική αγάπη για το ταίρι τους και γιορτάζουν την αγάπη τους καθημερινά τιμώντας την με όλα αυτά τα «δώρα».

Γιατί λοιπόν να ψάχνετε τι θα αγοράσετε στο «μωρό» σας;;



3 σχόλια:

Παράφωνος είπε...

Υπέροχο :), εύχομαι να δεχθείς και να λάβεις ότι έχεις ανάγκη... όχι μόνο σήμερα αλλάκάθε μέρα της ζωής σου...

Μαρία Κόλλια είπε...

Αχ "παράφωνέ" μου! Απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! Πάντως τήρησα ό,τι έγραψα στο blog, δεν δώρισα ούτε αρκουδάκι ούτε τίποτα! Έκανα την αγάπη μου πακέτο με κόκκινη κορδέλα και την πρόσφερα απλόχερα!

Anonymous είπε...

ΕΡΩΤΑΣ ΧΑΡΙΣΜΑ

Ακούμπησε τον δείκτη της τρυφερά στα χείλη μου. «Σσσ...», ψιθύρισε κι απομακρύνθηκε ανάλαφρα.

Μια αύρα έρωτα άνθιζε σε κάθε βήμα της. Οι αχτίνες –αδιάκριτοι εισβολείς απ’ τις μισάνοιχτες κουρτίνες– σχημάτιζαν μια φωτεινή δέσμη από αγουροξυπνημένο φως και χάιδευαν τα μαλλιά της. Κι αυτά, κατέβαιναν ξένοιαστα και λαμπερά αγκαλιάζοντας την πλάτη. Οι γοφοί της –δίνοντας ρυθμό επουράνιας σονάτας σ’ όλο της το κορμί– κατηύθυναν αέρινα τα θεσπέσια μακριά πόδια της προς την εξώπορτα. Το άρωμά της –ίδιο ανοιξιάτικο δειλινό– αιχμαλώτιζε κάθε μόριο αέρα, κρατώντας το –πεισματικά– πίσω, στης περασμένης νύχτας τις ανάσες.

Την έβλεπα να φεύγει… Με τη σιωπή ν’ ακολουθεί την υγρή ματιά μου σε κάθε της βήμα και το κορμί μουδιασμένο ακόμα, απ’ τους ατέλειωτους των δαχτύλων της χορούς και των χειλιών της τις καυτές ομολογίες.

Γονατιστός. Γυμνός. Ναυαγός, ν’ αρμενίζω πάνω στ’ άσπρα τα σεντόνια. Τ’ αναστατωμένα απ’ του πάθους τις αγκαλιές και του έρωτα τα χάδια. Τα νοτισμένα απ’ του ιδρώτα την ευωδιά και της έκστασης τη θεία κοινωνία. Τα χέρια μου βυθισμένα στους λαγόνες –άψυχα λες– έχουν παραδοθεί για πάντα στου κορμιού της τη βελούδινη ανάμνηση. Στα χείλη μου αχνίζουν τα κόκκινα φιλιά της. Στ’ αυτιά μου κρεμασμένα –ακόμα– σκουλαρίκια δυο ίχνη από λευκούς κοπτήρες. Και στο λαιμό μου –χαμηλά– στης γλώσσας της το λάγνο πέρασμα ένα σημάδι μελανό καρδιοχτυπάει.

Η κάμαρα αρνείται να την αφήσει να χαθεί στο κλείσιμο της πόρτας από πίσω. Κάθε που άγγιξε ή αντίκρισε για πάντα αιχμάλωτό της το ‘χει κάνει. Το κρεβάτι σπαρταράει στου έρωτά της την εκθαμβωτική κορύφωση. Τα σεντόνια ψιθυρίζουν τ’ όνομά της. Ο καθρέφτης –αυτός ο άτιμος– μαζί με μ’ έμενα έκλεψε τη μορφή της. Κάθε του μαγεμένη αντανάκλαση απ’ το αγγελικό της πρόσωπο κι ένα χαμόγελο στου χρόνου του αιώνιου το πέρασμα. Το ποτήρι –μεθυσμένο στου κομοδίνου την άκρη– λαχταρά για μια τελευταία φορά τα χείλη της να πιούν, να το δροσίσουν. Και το μπουκάλι –νωχελικά πεσμένο στο παχύ χαλί– νοιώθει πως μάταια προσμένει τα δάχτυλά της ξανά να τ’ αγκαλιάσουν. Όπου τα ρούχα της –τρομαγμένα απ’ την ορμή του πόθου– πεταχτήκανε, η ομορφιά ψιθύριζε μες στο σκοτάδι ιστορίες. Κι οι σοβαρές κουρτίνες κρύβουν –όσο μπορούν– το πρωινό, στου ήλιου μένουν σιωπηλές την «καλημέρα»…

Φέρνω τη γλώσσα ένα γύρο στα ξερά χείλη μου. Η νύχτα φέγγει ακόμα στις αισθήσεις. Του ύπνου μ’ είχε αρπάξει –ύπουλα– στην αγκαλιά της η γλύκα...

Αθόρυβα ετοιμάστηκε στο πρώτο φως της μέρας…

Το ξαφνιασμένο μου –απ’ του φιλιού της το χαιρέτισμα– «Μη φεύγεις», το σφράγισε μη βγει, το δάχτυλό της τρυφερά μέσα στο στόμα μου. «Σσσ…».

'Οπως στου κρεβατιού την κόχη –μετά από ώρα– ανακάθισα, είδα τη νύχτα της αυτή πως δεν μου είχε πουλήσει...
Το χάρτινο του έρωτά της το αντάλλαγμα, ανέγγιχτο είχε αφήσει εκεί, δίπλα...