23.4.07

Pop Art εν έτει 1967!

Το περασμένο Σάββατο συμπληρώθηκαν 40 χρόνια απ’το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στη χώρα μας, 21η του Απρίλη 1967.
Όσοι έζησαν την περίοδο πολιτικής ανωμαλίας που επικρατούσε σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, όσοι βίωσαν το τι θα πει «χούντα» στην Ελλάδα και αισθάνονται πικρία επαναφέροντας στη μνήμη τους εκείνη την επταετία της ζωής τους, έχουν σίγουρα να μας πουν πολλά.
Ποιος απ’αυτούς μπορεί να ξεχάσει το τεράστιο φωτεινό πουλί που είχε στηθεί στον Λυκαβηττό ως «αφ’ υψηλού φρουρός της πόλης»; Ποιος δε θυμάται τα πομπώδη σλόγκανς των Συνταγματαρχών και τις πλαστικές «εθνικές» γιορτές που διοργάνωναν; Ή την επιβολή του ιδεολογικοποιημένου πολιτιστικού τους προφίλ με σωρεία συμβολότυπων, ιδιωμάτων και προτύπων ζωής «τάξης και ασφάλειας»..

«Όπου ακούς τάξη και ασφάλεια, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει»

Οι Συνταγματάρχες της νοσηρής επταετίας εξέφραζαν τα ιδεολογικά τους πιστεύω, ή καλύτερα τα επέβαλαν, μέσω μεθόδων «marketing»! Το πουλί με τον φοίνικα, το σήμα κατατεθέν των χουντικών, δέσποζε σε περίοπτη θέση του Λυκαβηττού για να θυμίζει στον λαό ποιος κρατά τα ηνία της χώρας. Μικρογραφίες μάλιστα του εμβλήματος βρίσκονταν κυριολεκτικά σε κάθε γωνιά της πόλης, σε αφίσες, στους στύλους των δρόμων, στα εξώφυλλα φιλοχουντικών εντύπων ακόμη και σε χρηστικά αντικείμενα, σε σπιρτόκουτα, καπέλα και φλιτζανάκια του καφέ! «Στόλιζαν» επίσης υποχρεωτικά τις κατοικίες και τις υπηρεσιακές στολές των εργαζομένων.

Τα σλόγκανς των χουντικών μνημονεύονται ως τις μέρες μας κυρίως γιατί απεικονίζουν τον μεγαλοϊδεατισμό που τους διακατείχε και τις φρούδες αξίες που εξέφραζαν. Το «Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια» και «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ήταν φράσεις που σαν καραμέλα οι χουντικοί ξεστόμιζαν σε κάθε δημόσια ομιλία, ασχέτως αν οι ίδιοι ασελγούσαν εις βάρος τους στην πράξη.

Ημερολόγια με τσολιάδες, βεντάλιες με Παρθενώνες , ανεκδιήγητα ηρώα στις πλατείες ήσαν μερικά απτά στοιχεία αυτού του «στρατιωτικού» προφίλ που οι Συνταγματάρχες πρόβαλλαν, με μυρωδιά ένδοξης «ελληνικότητας», μιας κιτς -λέμε σήμερα- ελληνικότητας που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη των σημερινών πενηντάρηδων. Την «πολιτική» αισθητικού παραληρήματος συμπλήρωναν τα φεστιβάλ που συχνά-πυκνά λάμβαναν χώρα στην πόλη. Πολεμοχαρείς επέτειοι διοργανώνονταν στο Παναθηναϊκό στάδιο όπου νέοι και νέες πάνω σε άλογα, στρατιωτικά οχήματα και τροχήλατα μέσα παρήλαυναν ντυμένοι με χλαμύδες, αντιπροσωπεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ακοίμητη «δόξα» και την πολεμική αρετή των Ελλήνων.
Σημειώνεται πως οι ίδιοι οι πρωτοστατούντες της δικτατορίας είχαν προσαρμόσει το προσωπικό τους στυλ στο «στρατιωτικό προφίλ» της εξουσίας. Συνήθιζαν να φορούν πανομοιότυπα μαύρα γυαλιά, επιμελημένα ενδύματα και επιδεικτικά γυαλισμένα υποδήματα. Ακόμη και το ντύσιμο της συζύγου του δικτάτορα, Δέσποινας Παπαδοπούλου, «άφησε εποχή» -εποχή εμπριμέ κακογουστιάς και βασιλικών αξεσουαρ.

«Η βλαχομπαρόκ βιτρίνα της χούντας ήταν οι φιέστες στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου παρίσταντο συνταγματάρχες, βασανιστές και άλλοι «επίσημοι» φορείς αυτού του εσμού. Φώναζαν «Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια» και ασελγούσαν και βίαζαν και τις τρεις λέξεις. Προσπαθούσαν με μεγαλοστομίες να καμουφλάρουν τη «γουρουνίσια» τους υπόσταση (ζητώ συγγνώμη από τα γουρούνια), και το αποτρόπαιο έργο που παρέλαβαν από τον γνωστό πλέον σε όλους ξένο παράγοντα. Πολλά συμπτώματα χουντικής αισθητικής δυστυχώς δεν εξέλιπαν εντελώς με τη «μεταπολίτευση», αλλά συνεχίζονται θριαμβεύοντα –ο μέσος πολίτης ακόμα υποφέρει πολλές φορές. Η μεταπολίτευση αργεί, κι ας έχουν περάσει 40 χρόνια..» δηλώνει ο Γρηγόρης Ψαριανός στον Ελεύθερο Τύπο (21/4/2007)

Αυτή η μη αισθητική της χούντας συναντάται ακόμη και στις μέρες μας, στα παρακυκλώματα της εκκλησίας, της δικαιοσύνης, των σωμάτων ασφαλείας και των οικονομικών υπηρεσιών. Απεικονίζεται κατά κόρον στις συμπεριφορές πολιτικών, υπουργών και νομαρχών.. Θριαμβεύει και στην καθημερινή τηλεοπτική μας περιπέτεια…

Πηγή: Ελεύθερος Τύπος 21ης Απρίλη 2007

14.4.07

Σύνδρομο... δεοντολογίας!

Μου φαίνεται πραγματικά παράξενο το πώς εμείς οι άνθρωποι, ενώ γεννιόμαστε με έμφυτη την ανάγκη για ελευθερία και μεγαλώνουμε κατανοώντας όλο και πιο πολύ την αξία της, φτάνουμε τελικά σε ένα σημείο της ενήλικης ζωής μας όπου αναγκαζόμαστε να θέσουμε μέτρα και περιορισμούς στους εαυτούς μας. Πόσω μάλλον εμείς οι λεγόμενοι bloggers, που δημιουργήσαμε το πρώτο μας ιστολόγιο με την ουτοπική ελπίδα της ελεύθερης έκφρασης, φτάνουμε σήμερα να προτείνουμε ιδέες αυτοπεριορισμού μας και τρόπους ελέγχου των ατόμων που επισκέπτονται τις γεμάτες -από προσωπικές σκέψεις και κρίσεις- σελίδες μας.

Ενημερώθηκα προχθές απ’ το blog της debby για τις συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει σχετικά με το ενδεχόμενο επιβολής ενός κώδικα δεοντολογίας στα blogs της υφηλίου, προσχέδιο του οποίου έχει αναρτηθεί στο site του Tim O’ Reilly. Έχοντας ήδη πραγματευτεί σε προηγούμενο post το θέμα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεν επιθυμούσα να εμπλακώ τόσο σύντομα σε αυτόν τον καινούριο διαδικτυακό διάλογο, με τον φόβο ότι στο μέλλον ίσως να μην έχω τα ίδια συναισθήματα επί του θέματος με αυτά που τώρα με «κυριεύουν».

Έλαβα όμως εχθές ένα e-mail που με ώθησε να γράψω για το ζήτημα της δεοντολογίας, αναφορικά με τα blogs αυτή τη φορά. Ο αποστολέας του συγκεκριμένου μηνύματος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς το άτομό μου -με ευγενικό τρόπο, ομολογώ- επειδή παρέθεσα ένα σχόλιο στο post της debby, το οποίο κατά τη γνώμη του έδειχνε ασυνέπεια σε σχέση με τις απόψεις μου για τη δημοσιογραφιλή δεοντολογία. "Πώς λοιπόν στηρίζεις απ’ τη μία μεριά την αναγκαιότητα τήρησης της δεοντολογίας από τους ανθρώπους των Μέσων κι απ’ την άλλη χαρακτηρίζεις ως παράλογη την επιβολή ενός κώδικα δεοντολογίας στα blogs του διαδικτύου; Τα blogs δεν θεωρούνται Μέσα; Δεν απευθύνονται σε κοινό;" … ήταν περίπου το περιεχόμενο του προαναφερθέντος μηνύματος στο οποίο απαντώ:

Καταρχάς, δεν αρνούμαι ότι τα blogs είναι μέσα επικοινωνίας και ότι απευθύνονται πλέον σε ευρύ κοινό αναγνωστών. Ένα blog όμως διαφέρει ουσιωδώς από π.χ. μία εφημερίδα. Οι απόψεις που εκτίθενται στο πρώτο αντιπροσωπεύουν αποκλειστικά και μόνο τον συντάκτη - δημιουργό του. Τα μηνύματα που περνάνε μέσω αυτού έχουν περιορισμένη δυναμική και δεν επηρεάζουν μαζικά την κοινή γνώμη. Όσο πληθαίνουν μάλιστα, η δυναμική τους εξασθενεί -αντιστρόφως ανάλογα.

Ο κώδικας δεοντολογίας επιβάλλεται στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Η δουλειά των δημοσιογράφων είναι να δημοσιοποιούν ειδήσεις, τις έγκυρες και τις αληθινές. Υπάρχει όμως μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον δημοσιογράφο και στον blogger. Ο δημοσιογράφος ως επαγγελματίας ψάχνει την αλήθεια, διασταυρώνει τις πληροφορίες του, λαμβάνει πάντα υπόψιν του όλα τα ενδεχόμενα ενός γεγονότος. Φυσικά μπορεί ταυτόχρονα να είναι και blogger, να διατηρεί δηλαδή δικό του blog για οποιονδήποτε προσωπικό του λόγο! Ο blogger δεν είναι δημοσιογράφος, πώς να το κάνουμε! Δεν υποτιμώ το blogging σε καμία περίπτωση, απλά διαχωρίζω τις ιδιότητες του καθενός. Η δημοσιογραφία συν τοις άλλοις είναι επάγγελμα, ενώ το blogging είναι χόμπι, μανία ή και λειτούργημα αν θέλετε.
Το blog είναι φύσει και θέσει ερασιτεχνικό, κατευθύνεται από ένα συνήθως πρόσωπο και οι επισκέπτες του θεωρούν ως δεδομένο το γεγονός ότι ο συντάκτης περνά μέσα από τον λόγο του την ιδεολογία και τη στάση ζωής του. Ο blogger λοιπόν ως ερασιτέχνης γραφιάς δύναται να γράψει για οποιοδήποτε θέμα επιθυμεί, για οτιδήποτε του κίνησε την περιέργεια, να ασκήσει ελεύθερα κριτική, να παρουσιάσει ένα γεγονός -ενδεχομένως απ’ τη δική του οπτική γωνία-, να εξομολογηθεί τις σκέψεις του και να εκφράσει την όποια διαφωνία του. Όλα αυτά είναι επιτρεπτά με την προϋπόθεση πως δεν «καταπατούν» καμία διάταξη του Συντάγματος που προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη. Ο blogger δεν είναι υποχρεωμένος -ή ίσως δεν δύναται- όταν γράφει ένα θέμα να εξετάζει τα ενδεχόμενα που προκύπτουν ή να διασταυρώνει πληροφορίες, γιατί δεν είναι η δουλειά του! Αν το περιεχόμενο ενός blog ικανοποιεί τους επισκέπτες του, τους αποπνέει εγκυρότητα και τους πείθει, εκείνοι συνεχίζουν να το διαβάζουν. Αν οι επισκέπτες νιώθουν ότι ένα blog δεν τους καλύπτει, δεν τους πείθει ή υποτιμά τη νοημοσύνη τους, είναι ελεύθεροι να μην το επισκεφτούν ποτέ ξανά.

Στις συζητήσεις για τη θέσπιση ενός κώδικα δεοντολογίας στα blogs γίνεται λόγος και για απαγόρευση των «ανώνυμων» σχολίων. Είναι γεγονός πως κάποιοι ανώνυμοι αφήνουν ενοχλητικά σχόλια, με υβριστικό περιεχόμενο εις βάρος του blogger και καλλιεργούν δόλια διενέξεις. Το μέτρο που προτείνεται για να καταπολεμηθούν αυτά τα «ζιζάνια» είναι να υιοθετήσουν όλοι οι bloggers την τακτική απαγόρευσης των ανώνυμων σχολίων, να επιβληθεί δηλαδή στον κάτοχο ενός blog να αφαιρέσει το δικαίωμα ανώνυμου σχολιασμού από τους αναγνώστες του. Τι εννοούμε με τον όρο «ανώνυμος»; Όλοι μας λίγο πολύ «ανώνυμοι» είμαστε. Ή μήπως η ανωνυμία μας αίρεται από την ύπαρξη ενός έγκυρου λογαριασμού e-mail; Αν κάποιος εμφανιστεί ως… spaceman με e-mail spaceman@λολ.com και αφήσει στο post ένα χυδαίο και άδικο σχόλιο, θα στεναχωρηθούμε λιγότερο επειδή είναι «επώνυμος»; Μήπως σας φαίνεται πιο σωστή ως λύση να κάνουμε χρήση του εργαλείου comment moderator για να φέρουμε το σχόλιο του αγνώστου στο μέτρο του επιθυμητού, στην ουσία να το λογοκρίνουμε; Κανένα από τα δύο. Ο ανώνυμος σχολιαστής δεν είναι κατά βάση ο ταραξίας της blogόσφαιρας, που αποσκοπεί να θίξει φραστικά τον συντάκτη ενός κειμένου ή τους υπόλοιπους συμμετέχοντες μιας συζήτησης. Ανώνυμος μπορεί να είναι και κάποιος περαστικός απ’ τη γειτονιά των blogs, κάποιος τυχαίος επισκέπτης που ένιωσε την ανάγκη να σχολιάσει ένα κείμενο που τον άγγιξε, χωρίς κατ’ ανάγκη να διαθέτει e-mail ως απόδειξη της «ταυτότητάς» του. Πρέπει να απαγορευτεί σε κάποιον ανώνυμο λοιπόν να εκφράσει τη δική του σκοπιά των πραγμάτων, ενώ οι κάτοχοι των blogs να απολαμβάνουν την ελευθερία του λόγου τους ανενόχλητα και «ανώνυμα»; Ας μην βάζουμε στο ίδιο καζάνι τους κακούς με τους καλούς ανώνυμους σχολιαστές, γιατί πιστεύω πως η όλη υπόθεση είναι «δούναι και λαβείν». Όταν ένα blog εκπέμπει σεβασμό, θα λάβει και τον σεβασμό των επισκεπτών του. Κι αν τύχει μία στις τόσες κάποιος ασυνείδητος να «λερώσει» με το σχόλιό του μια συζήτηση, δεν νομίζω ότι η επίθεση από μέρος του συντάκτη θα επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα παρά μόνο αν αγνοηθεί -η καλύτερη αντίδραση σε τέτοιες συμπεριφορές είναι η σιωπή.

Συνοψίζοντας, ένας «κώδικας δεοντολογίας» που να αφορά στα blogs δεν πρόκειται να δώσει «λύσεις» παρά μόνο να στερήσει το βασικό πλεονέκτημα του κυβερνοχώρου, την ελευθερία του λόγου, την πολυφωνία και το δικαίωμα συμμετοχής σε ανοιχτό διάλογο. Είναι κρίμα να μιλούμε για σύνταξη κανόνων δεοντολογίας, τη στιγμή που θα μπορούσαμε απλά να επικοινωνούμε υπεύθυνα. Να τηρούμε δηλαδή τους κανόνες του ισχύοντος Συντάγματος (ένα αδίκημα παραδείγματος χάρη είναι η συκοφαντία ή η προσβολή της προσωπικότητας κάποιου), και τους άγραφους κανόνες καλής συμπεριφοράς. Να επικαλούμαστε τη στοιχειώδη ευγένεια του χαρακτήρα μας και την υπευθυνότητά μας. Με την προϋπόθεση ότι σεβόμαστε τις συνταγματικές αρχές στα blogs μας όπως και στη ζωή, δεν μένει παρά να υιοθετήσουμε τον κώδικα καλής συμπεριφοράς..
(updated post - διόρθωσα συντακτικά κάποιες φράσεις και
σύμπτυξα όσες εκ των υστέρων ένιωσα πως παραήταν μακροσκελείς.)

2.4.07

«Υποχρέωση ή Υποκρισία;»

Η δημοσιογραφική δεοντολογία όπως διαμορφώνεται στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αποτελεί κρίσιμο θέμα στις μέρες μας, καθώς οι «άνθρωποι των μέσων» συχνά δεν την τηρούν, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί έντονο κλίμα αναξιοπιστίας από μέρους των πολιτών.

Η συζήτηση περί δεοντολογίας δεν πρέπει να λαμβάνεται ως «μόδα εποχής» ή ως πρόβλημα μόνο των «λίγων» γιατί τα μέσα ενημέρωσης είναι πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς μας οπότε, το όποιο «πρόβλημά» τους αφορά και όλους εμάς. Γι αυτό άλλωστε η ημερίδα, που διοργανώθηκε στις 22 του Μάρτη στην Αθήνα με θέμα συζήτησης τον ρόλο τη δημοσιογραφικής και εκδοτικής δεοντολογίας, είχε ως στόχο να γνωστοποιήσει αυτό το υπαρκτό και αυξημένης βαρύτητας «πρόβλημα» των Μέσων, να θέσει τα θεμέλια ενός ευρύτερου επί της ουσίας διαλόγου και να αναζητήσει λύσεις για την εξάλειψή του.

Η δεοντολογία δεν είναι όπως πολλοί πιστεύουν απλώς «μια ηθικοπλαστική δραστηριότητα κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος», αναφέρει ο αρθρογράφος Πάσχος Μανδραβέλης (link).
Αποτελεί μέσο συνεννόησης και υπηρετεί μια καλύτερη κοινωνία. Η τήρησή της απαιτείται όπως οι καλοί τρόποι συμπεριφοράς, γιατί συμβάλλει στη βιωσιμότητα της κοινωνίας άρα και στην πρόοδό της. Πρέπει λοιπόν να λογίζεται ως «εργαλείο δουλειάς» στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, όχι σαν ουτοπική ηθική επιταγή. Ο λαός λέει πως «Η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά» μας. Έτσι λοιπόν, η αξιοπιστία του δημοσιογράφου είναι (ολόκληρη!) η «αρχοντιά» του, η οποία κατακτάται βήμα βήμα, με το να αξιολογεί κάθε φορά σχολαστικά τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του και να «μεταδίδει» μόνο τις αληθινές.

Στην ελληνική εμπειρία των μέσων ενημέρωσης η δεοντολογία δεν τηρείται απόλυτα, γεγονός που παραδέχονται και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι! Ειδικά η τηλεόραση -το μαζικότερο μέσο- βρίσκεται σε δεοντολογικό ναδίρ, κατάσταση που δεν φαίνεται να αποτρέπεται με λύσεις ανάγκης (πρόστιμα) του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου. Ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς ανάγει ως κύρια αιτία του προβλήματος στην Ελλάδα την απουσία «του δημοσιογραφικού DNA». Δηλαδή, οι δημοσιογράφοι συγχέονται μπροστά στα διλήμματα δεοντολογικής φύσεως που καθημερινά οφείλουν να βγάλουν εις πέρας, τρομοκρατούνται και τελικά επιλέγουν τη λανθασμένη δίοδο-λύση του προβληματισμού τους, προσβάλλοντας ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία τους. Αυτό ίσως συμβαίνει λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσης που παρέχεται σήμερα στους «μαθητευόμενους» δημοσιογράφους, καθώς η δεοντολογική υπευθυνότητα στην ενημέρωση των πολιτών αποκτάται με την τριβή τους στο επάγγελμα και την εμπειρία.

Τα αποστάγματα εμπειρίας και αξιών των παλαιότερων δημοσιογράφων, που συγκεντρώνονται με την πάροδο του χρόνου, αποτελούν τους κανόνες δεοντολογίας. Γι αυτό το λόγο δεν είναι εφικτό να συσταθούν εγχειρίδια κανόνων δεοντολογίας τα οποία να καλύπτουν όλα τα πιθανά διλήμματα των δημοσιογράφων. Ο δημοσιογράφος χρειάζεται να προβληματιστεί, να αναρωτηθεί και να κοπιάσει ώστε να εμπεδώσει την ρευστή «ηθική επιταγή» του επαγγέλματός του και να την ακολουθεί σαν νοητή κατευθυντήρια γραμμή.


Ο εν δυνάμει δημοσιογράφος διδάσκεται επιγραμματικά κάποιους βασικούς κανόνες δεοντολογίας. Πρώτον, δεν πρέπει να συγχέει την είδηση με το σχόλιο. Δεύτερον, σε κάθε περίπτωση οφείλει να εξακριβώνει την πληροφορία πριν τη γνωστοποιήσει στο ευρύ κοινό. Ακόμη, δεν πρέπει να αναπτύσσει σχέση εξάρτησης με την πηγή των πληροφοριών του, και τέλος πρέπει να αποφεύγει τις υπερβολές. Δυστυχώς στη χώρα μας καταπατώνται πολλές φορές -όχι πάντα κι από όλους- και αυτοί οι τέσσερις βασικοί κανόνες!

Είτε «ανώτερες» δυνάμεις υποχρεώνουν τον εκάστοτε δημοσιογράφο να συμπεριφέρεται αντι- δεοντολογικά, είτε δεν κατανοεί ο ίδιος την αξία της αλήθειας ή αγνοεί την ευθύνη του επαγγέλματός του. Συμβαίνει συχνά οι πληροφορίες να παρουσιάζονται μαζί με τα σχόλια ως είδηση, κατευθύνοντας τους πολίτες σε λανθασμένη θεώρηση της πραγματικότητας ή σε επισφαλή συμπεράσματα. Άλλοτε πάλι, η διαδικασία εξακρίβωσης μιας πληροφορίας θυσιάζεται στον βωμό της AGB, καθώς ένα κραυγαλέο πρώτο και αποκλειστικό θέμα σίγουρα θα επιφέρει κέρδη και δημοτικότητα -τι κι αν είναι ψεύτικο. Κάποιες φορές δεν τηρείται το ασυμβίβαστο του δημοσιογράφου με την εκάστοτε πηγή -συνθέτουν ρεπορτάζ που μεροληπτούν πεισματικά υπέρ της μίας άποψης και που ασκούν εμφανή κομματική προπαγάνδα. Επιπλέον, οι τίτλοι -των τηλεοπτικών ειδήσεων κατά κύριο λόγο- έχουν την τάση να απέχουν μακράν της πραγματικότητας και να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τα ουσιώδη ζητήματα της κοινωνίας.
Γενικότερα, κάθε έμφαση σε λέξη ή εικόνα ακόμη και η σειρά προβολής των ειδήσεων, είναι ζητήματα που πρέπει να διέπονται από δεοντολογικούς κανόνες, διαφορετικά δύνανται να επηρεάσουν την εγκυρότητα της ενημέρωσης.

Όμως, όταν η δεοντολογία γίνεται αντιληπτή μόνο ως υποχρέωση -κι όχι ως εργασιακό βοήθημα που περιφρουρεί την αξιοπιστία των Μέσων- ελλοχεύει ο κίνδυνος να «καταντήσει» υποκριτικό άλλοθι. Κάποιοι δημοσιογράφοι στο όνομα της δεοντολογίας «βγάζουν» στο φως της δημοσιότητας τα πιο αντι-δεοντολογικά στοιχεία, σπιλώνοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Άλλοι επικαλούμενοι τον δεοντολογικό κώδικα, δημοσιοποιούν πληροφορίες που παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή ατόμων ή χρησιμοποιούν παράνομα μέσα (κρυφές κάμερες) προς την αποκάλυψη τους. Προσποιούνται δηλαδή πως σέβονται τους δημοσιογραφικούς κανόνες οι οποίοι επιτάσσουν την εξακρίβωση των πληροφοριών, αγνοώντας τα στοιχειώδη δικαιώματα των ατόμων.

Τα περιθώρια ολιγωρίας για το ζήτημα της μη τήρησης των δεοντολογικών αρχών από τα μέσα ενημέρωσης, έχουν στενέψει. Στη δεδομένη συγκυρία το κράτος δεν έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης καθώς κανένα ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, νόμος ή διάταξη δύναται να ξορκίσει το «κακό». Οι λύσεις ανάγκης που υιοθετούνται κατά καιρούς -τα υπέρογκα πρόστιμα- αποδεικνύονται εντελώς υποκριτικές όταν οι παρασπονδίες επαναλαμβάνονται από μέρους των «παραβατών» ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα.

Απαιτείται λοιπόν η αυτορύθμιση τόσο των δημοσιογράφων όσο και των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης. Διότι δεν είναι δυνατόν οι ιδιοκτήτες να αγνοούν τις δεοντολογικές αρχές και να ενδιαφέρονται μόνο να «πουλήσουν». Πρέπει να καταλάβουν πως αυτή η παθητική στάση μακροπρόθεσμα λειτουργεί εναντίον των δικών τους συμφερόντων -δεν είναι τυχαίο ότι οι πωλήσεις των εφημερίδων έχουν μειωθεί, δεν είναι τυχαίο ότι η τηλεθέαση συρρικνώνεται, ούτε είναι τυχαίο ότι το διαδίκτυο αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς που αναζητούν την εναλλακτική πολύφωνη ενημέρωση.
Τέλος, οι δημοσιογράφοι οφείλουν να χρησιμοποιούν πάντα τις δεοντολογικές αρχές ως εργαλείο του επαγγέλματός τους. Πρέπει να αξιολογούν τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους, να κρίνουν, να αναζητούν πολύπλευρες απόψεις, επιμέρους λεπτομέρειες και να δημοσιοποιούν ειδήσεις όσο το δυνατόν πιο έγκυρες και φυσικά αληθινές.
(Αμήν!)

Δανείστηκα για το παρόν κείμενο τον τίτλο της προαναφερθείσας ημερίδας, που διοργανώθηκε από τον ΣΚΑΙ και το BBC World στην 22η του Μάρτη 2007.