26.12.07

3.500 Αϊ Βασίληδες!

Πατέρας, εργαζόμενος, ανασφάλιστος και… Αϊ Βασίλης!
Είναι ένας από τους 3.500 που απασχολούνται σε δρόμους και πλατείες, σε εμπορικά κέντρα και πολυκαταστήματα σε ρόλο εποχικού... Αϊ Βασίλη. Και σήμερα φαίνεται πως τα μόνα που χρειάζεται κανείς για να γίνει «ο Άγιος των παιδιών» είναι μια φαρδιά κόκκινη στολή με γούνινη μανσέτα στις άκρες της, μια λευκή γενειάδα κι ένας σκούφος.
Ο κ. Αντρέας εργάζεται ως Άγιος Βασίλης στην πλατεία Συντάγματος αυτές τις μέρες. Ένας αδύνατος άντρας, μέτριου ύψους, με κόκκινη φορεσιά και μακριά γενειάδα, καταρρίπτει το κλασικό πρότυπο του παχουλού και ηλικιωμένου Άγιου. Ο φωτογράφος του, ο κ. Νικόλας, χαμογελαστός και ομιλητικός, προσπαθεί να προσεγγίσει τους γονείς που βγαίνουν από το μετρό και να τους πείσει να φωτογραφηθούν τα παιδιά τους.
Οι «Άγιοι» που στέκονται για φωτογράφηση σε πολυσύχναστα σημεία, μοιράζονται τα κέρδη με τον φωτογράφο τους, με τη ζυγαριά να γέρνει υπέρ του δεύτερου. Εκείνοι των καταστημάτων, που έχουν στόχο να προσελκύουν πελάτες, αμείβονται αναλόγως με τις μέρες απασχόλησής τους, με περίπου 40 ευρώ μεροκάματο.
Πολλοί περαστικοί τους κοιτάζουν με νοσταλγία, τους μιλάνε, άλλοι τους αγγίζουν, τους χαιρετούν και τα παιδιά τρέχουν στην αγκαλιά τους για να φωτογραφηθούν μαζί τους. «Κάνω τον Άγιο Βασίλη εδώ και 5 χρόνια» λέει ψιθυριστά ο κ. Αντρέας, για να μην τον ακούσει το κοριτσάκι που φωτογραφιζόταν στην αγκαλιά του. «Ο εργαζόμενος “Άγιος” πρέπει να αγαπάει τα παιδιά, διότι τρέχουν και τον αγκαλιάζουν, του εκφράζουν τις απορίες τους, του τραβούν τα γένια! Χρειάζεται υπομονή και χαμόγελο».
Είναι 37 ετών κι πατέρας δύο παιδιών. Το «επίσημο» επάγγελμά του είναι ελαιοχρωματιστής. «Ο φωτογράφος είναι φίλος μου και μια μέρα μου πρότεινε να ντυθώ Άγιος Βασίλης, να σταθούμε σε μια πλατεία και να μοιραστούμε τα κέρδη από τις φωτογραφίες, μισά μισά. Ξεκίνησε σαν αστείο αλλά στην ουσία είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Οι ανάγκες είναι πολλές και τα χρήματα που βγάζω ως Άγιος Βασίλης, βοηθούν πολύ» συμπληρώνει ο Αντρέας.
«Όσο τα καταστήματα είναι ανοιχτά και περνά κόσμος, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να αποφέρουμε ένα σημαντικό κέρδος. Δεν πιέζουμε κανέναν να φωτογραφηθεί με τον Άγιο Βασίλη και τους λέμε από την αρχή το κόστος της φωτογραφίας» τονίζει ο φωτογράφος του Άγιου Βασίλη, κ. Νικόλας. «Μας δίνεται η ευκαιρία να εργαστούμε και το κάνουμε. Ως Άγιος Βασίλης μπορεί να εργαστεί ο καθένας, είτε νέος είτε μεγαλύτερος. Συνήθως οι νεαροί το κάνουν για το χαρτζιλίκι τους, οι λίγο μεγαλύτεροι για να ενισχύσουν το οικογενειακό τους εισόδημα και οι πιο ηλικιωμένοι από μεράκι. Δίνουμε χαρά στα παιδιά του κόσμου, και ύστερα στα δικά μας» καταλήγει.


3.500 εκτιμάται πως είναι οι εργαζόμενοι Αγ. Βασίληδες στη χώρα μας
50 έως 150 ευρώ στοιχίζει η ενοικίαση ενός Αϊ Βασίλη για να παραστεί σε εκδήλωση
70 ευρώ κατά μέσο όρο κερδίζει ο Αϊ Βασίλης από μια εκδήλωση
50 ευρώ τη μέρα πληρώνεται ο Αϊ Βασίλης που στέκεται έξω από καταστήματα
3070 είναι η αναλογία των κερδών μεταξύ Άγιου Βασίλη - φωτογράφου
Σχεδόν όλοι είναι ανασφάλιστοι.

Μαρία Κ.
Ελεύθερος Τύπος
24/12/2007

20.12.07

Ντελίβερι: Η άλλη όψη του ασφαλιστικού

Εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80 όταν το φαγητό, ως αναψυχή, έπαψε να σημαίνει αναγκαστικά έξοδο από το σπίτι. Εκείνα τα χρόνια, οι πρώτοι ταχυδιανομείς ήταν συνήθως πιτσιρικάδες που ήθελαν να συμπληρώσουν ή να αντικαταστήσουν το χαρτζιλίκι του πατέρα τους, είχαν δε για κυριότερο προσόν στη νεομεφανιζόμενη αυτή αγορά την εξοικείωσή τους με τα επίσης νεομφανιζόμενα παπάκια.

Στα χρόνια που πέρασαν ο ταχυδιανομέας (που δεν ονομάστηκε ποτέ με ελληνικό όνομα αν εξαιρέσουμε το υβριδικό και κακόηχο «ντιλιβεράς») σταδιακά εξελίχθηκε από ευκαιριακή απασχόληση σε «επάγγελμα». Τα πενηντάρια παπάκια πενταπλασίασαν τα κυβικά τους, ο μέσος όρος των επιβατών τους πλησίασε τα 30 χρόνια, ενώ για πολλούς διανομείς η τελευταία βραδινή παραγγελία πηγαίνει πλέον στα παιδιά τους. Η δουλειά τους παρέμεινε όμως ανασφάλιστη και οι ίδιοι χωρίς σταθερή συνδικαλιστική εκπροσώπηση.

Το μεροκάματό τους το χαρακτηρίζουν «της πείνας». Αμοίβονται, ανάλογα με το πως θα κρίνει ο εργοδότης τους: Με την ώρα ή με τον αριθμό των παραγγελιών. Ελάχιστοι είναι επίσης εκείνοι οι εργοδότες που τους παρέχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό (κράνη, γάντια φωσφορίζουσες φόρμες εργασίας) ενώ «πολλοί χρησιμοποιούν το δικό τους μηχανάκι στη δουλειά. Είναι μία τακτική που ακολουθείται για να μην καταχωρηθεί ως εργατικό το ενδεχόμενο ατύχημα του εργαζόμενου και έτσι να μην το “χρεωθεί” ο εργοδότης!» επισημαίνει στον ΕΤ η Πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθηνών, κ. Σταυρούλα Σαλουφάκου.
Ουσιαστικά ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα -που κατά τα άλλα δηλώνει ότι αγωνιά για την επίλυση του ασφαλιστικού- δέχεται ότι 25.000 άνθρωποι κυκλοφορούν σαν δαιμονισμένοι στους δρόμους της Αθήνας κουβαλώντας από χόμπι μια πίτσα.

Και η Επιθεώρηση Εργασίας τι κάνει; είναι η επόμενη εύλογη ερώτηση: Κάνει ελέγχους τις ώρες που οι διανομείς συνήθως κοιμούνται. «Οι έλεγχοι σε εταιρίες και καταστήματα που απασχολούν ταχυδιανομείς γίνονται από την Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά μόνο μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Από κει και πέρα, η όλη υπόθεση είναι ζούγκλα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ταχυδιανομείς καθώς και οι παραβιάσεις στα εργασιακά τους δικαιώματα είναι ευρέως γνωστά, αλλά τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν αποφασίσουν να συνδικαλιστούν επί της ουσίας», καταλήγει η κ. Σαλουφάκου.

Η συνδικαλιστική ιστορία των ταχυδιανομέων είναι πράγματι μια πονεμένη ιστορία.
Το 2005 μια ομάδα εργαζομένων δημιούργησε το σωματείο «Σεβάχ», λέει στον ΕΤ ο σημερινός άτυπος εκπρόσωπος των εργαζομένων κ. Κυριάκος Μουτίδης. Πολύ γρήγορα ένα από τα ιδρυτικά του μέλη απολύθηκε από την εταιρία όπου εργαζόταν. Ακολούθησαν κι άλλες απολύσεις μελών του σωματείου την ίδια στιγμή που η Αθήνα γέμιζε με φυλλάδια από αιτήματα των εργαζομένων της ταχυδιανομής. Και το 2006 συστήθηκε η Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλων που μετρά μόλις μερικές εκατοντάδες μέλη. Στις 21 Δεκεμβρίου οι περίπου 25.000 ανασφάλιστοι - απασχολούμενοι στις ταχυδιανομές φαγητού έχουν προγραμματίσει νέα συγκέντρωση δικύκλων, την οποία διοργανώνει η ομάδα κινητοποίησης των «ντιλιβεράδων» με το όνομα Caballeros.
Το σύνθημά τους θα είναι και πάλι το γνωστό και αγαπημένο (τους) μότο: «Δεν είμαστε παιδιά, δεν είμαστε παπιά».


Μαρτυρίες

Αλέκος Μελανίτης 38 ετών με τρία παιδιά.
«Κάνω τον διανομέα πάρα πολλά χρόνια, το πρωί σε εταιρία κούριερ και το βράδυ σε κατάστημα έτοιμου φαγητού. Δυο φορές ντελίβερ δηλαδή! Κι όλα αυτά γιατί τυχαίνει να έχω οικογένεια με τρία παιδιά, που οι ανάγκες της μεγαλώνουν όσο περνούν τα χρόνια. Στη βραδινή εργασία μου τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα, γιατί πρέπει να δουλεύω με μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με την πρωινή. Το μηχανάκι είναι δικό μου, το συντηρώ με δικά μου έξοδα και το κουτί στο οποίο βάζω τις παραγγελίες… κι αυτό δικό μου. Τα χρήματα που παίρνω είναι τα ίδια, είτε είναι βραδιά ποδοσφαίρου είτε μία «νεκρή» βραδιά. Με βροχή, κρύο, χιονόνερο το χειμώνα, ζέστη ή καύσωνα το καλοκαίρι οι διανομείς τρέχουν να προλάβουν! Περνάμε ξυστά από σταθμευμένα αυτοκίνητα, προσπερνούμε με ελιγμούς τυχόν καθυστερήσεις στα φανάρια, ανεβαίνουμε σε πεζοδρόμια και νησίδες για να κόψουμε δρόμο. Όσο για ασφάλιση… σίγουρα είναι θέμα τύχης. Αν πέσεις σε καλό εργοδότη θα έχεις και την ασφάλιση σου. Αν όμως έχεις τόση ανάγκη τα χρήματα, δεν είναι ο κατεξοχήν παράγοντας που θα καθορίσει αν θα δεχτώ ή όχι τη δουλειά. Ατύχημα ευτυχώς δεν μου έχει συμβεί ποτέ γιατί προσέχω πάρα πολύ, αλλά γνωρίζω αρκετούς συναδέλφους που έχουν εμπλακεί πολλές φορές από απροσεξίες λόγω βιασύνης. Γνωρίζω πολύ καλά ότι τα εργασιακά δικαιώματα των διανομέων ούτε σαν έννοια δεν υφίστανται! Θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να οργανωθούμε γιατί τα ατυχήματα και οι απολύσεις άνευ σοβαρής αιτίας όλο και πληθαίνουν. Για να κάνεις αυτή τη δουλειά πρέπει να είσαι συνειδητοποιημένος και έμπειρος οδηγός καταρχάς. Και να σ’ αρέσει αυτή η περιπέτεια! Το θετικό της όλης εμπειρίας είναι τα φιλοδωρήματα, που δεν τα μοιράζεσαι με το υπόλοιπο προσωπικό του μαγαζιού. Κι αν είσαι χρόνια σε ένα συνοικιακό κατάστημα και σε γνωρίζουν οι πελάτες, τότε είναι αρκετά γενναιόδωρα».

Χρήστος Ντάγιος
Γυμναστής – Ντελίβερυ
«Στο ψητοπωλείο όπου δουλεύω ως διανομέας, παίρνω τέσσερα ευρώ την ώρα, όσα δηλαδή θα έπαιρνα ως γυμναστής. Με τα πουρμπουάρ όμως, μπορεί να φτάσω και τα 6-7 ευρώ την ώρα», λέει στον «Ε.Τ.» ο κ. Χρήστος Ντάγιος, απόφοιτος της Γυμναστικής Ακαδημίας Αθηνών από το 2003. Τέσσερα χρόνια μετά, έχοντας δουλέψει σε γυμναστήρια και αφού πήρε δύο φορές μέρος σε εξετάσεις του ΑΣΕΠ, εργάζεται ως διανομέας φαγητού στα νότια προάστεια.
«Στα γυμναστήρια, το επάγγελμα του γυμναστή έχει καταντήσει κάπως εξευτελιστικό. Αμείβεσαι με 3,5 έως 5 ευρώ, το πολύ, την ώρα αλλά στην ουσία είσαι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ γυμναστή και διασκεδαστή. Έτσι προτιμώ το ντελίβερυ ενώ δεν σταματά να κηνυγά μια θέση στο δημόσιο, μέσω ΑΣΕΠ».


Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθηνών, τα άτομα που απασχολούνται σε υπηρεσίες ντελίβερι είναι:

6 έως 9 μήνες είναι για τους περισσότερους η μέση διάρκεια παραμονής τους στην εργασία.

25.000 διανομείς εκτιμάται ότι εργάζονται στην Αττική.

25 - 30 ευρώ είναι το μέσο μεροκάματο των εργαζομένων σε υπηρεσίες ντελίβερι.

10% των διανομέων έχει μηνιαίως ένα ατύχημα με σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές συνέπειες για την υγεία του.

3 - 4 ευρώ είναι το ωρομίσθιο των εργαζομένων ντελίβερι στα «φαγάδικα».

10 - 30 ευρώ είναι τα φιλοδωρήματα που κερδίζουν οι ταχυδιανομείς ημερησίως.

Μαρία Κ.
Ελεύθερος Τύπος
18/12/2007

14.12.07

Της Ντέπυς Γκολεμά

«Άλιμος. Ήρωος Μάτση και Αρχαίου Θεάτρου γωνία. Ίδρυμα (Τύπου). Κτίριο παλιό. Τα χάλια του. Με τοίχους μαύρους. Σαν τους κύκλους γύρω από τα μάτια. Επαγγελματικά, εδώ μεγάλωσα, εδώ χάρηκα, εδώ έκλαψα. Εδώ έζησα. Από εδώ φεύγω σήμερα, για να πάω στο αύριο, στο μέλλον…
 Μα πριν κλείσω την πόρτα πίσω θέλω να θυμηθώ. 18 χρόνια. Να, εδώ σε αυτή τη γωνιά δεν ήταν που ανταμώσαμε ένα Σάββατο πρωί, πνιγμένοι στο κλάμα, ο Αντώνης, η Δέσποινα, ο Δημήτρης να αποχαιρετήσουμε τον Λευτέρη μας, που έφυγε τόσο νέος;
 Εδώ δεν ήταν που όλοι αγκαλιάσαμε τη Νόνη στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της; Η Χρύσα, ο Ανδρέας, η Αλίκη, ο Γιώργος, ο Μπάμπης δεν ανοίξαμε όλοι μαζί μια αγκαλιά να χωθεί, να μην πονά;
 Σε τούτο το διάδρομο δεν μαθαίναμε τα καλά νέα; (Εγώ, πάντα, τελευταία…) Η Κατερίνα με τον Κώστα άνοιγαν το δικό τους σπιτικό, ο Δημήτρης με τη Βάσω, τα γεννητούρια, τα βαφτίσια. Εδώ ήταν…
 Πού νευριάζαμε; Πού πλακωνόμαστε; Εδώ δεν ήταν; Πάλι δεν ανάψανε τη θέρμανση, «θα παγώσει το μυαλό μας, την οικονομία τους, μέσα». Κλείσε το παράθυρο, μπαίνει η μυρωδιά από τα πιεστήρια, θα μας πεθάνουν…
 Τέλος διαδρόμου, αριστερά. Το γραφείο του Βουδούρη, του Ρίζου, του Ταμπάκη, του Μυγδάλη, του Κούτρα. Ο Ταμπάκης. Δεν ήταν γραφείο αυτό, το καταφύγιο της ψυχής μας ήταν…
 Έχασε ο Θρύλος! 48 καφέδες πικροί πάνω στο γραφείο μου. Η καζούρα του Νίκου. Ο Τσίκας, ο Σαλεμής, ο Μουρδουκούτας: Ο Θεός να σε φυλάει! Στοιχήματα βροχή: Πορτογαλία - Ελλάδα, ξερό διπλό. «Διπλό σ’ το είπα το ουίσκι, ρε Γιάννη, διπλό. Και ξηροκάρπια. Από τα καλά»…
 Η Βούλτεψη με τη Νίνα. Μα τι λέτε, κύριε Πασαλάρη; Το «Θεαθήναι» είναι οδηγός πόλης. Άμα δεν γράψω διεύθυνση πώς θα
πάει ο άλλος στα εγκαίνια της έκθεσης; Όχι, δεν μας χαρίζουν πίνακες, μην εκνευρίζεστε…
 Κλείσε την πόρτα, μπάζει. Άνοιξε την, κάπνα. Δεν είναι καλό το
κομμάτι, θέλει κόψιμο. Πότε το θέλεις; Χθες; Νεύρα. Τους πήραμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έχουμε γιορτή. Τέλειωνε το Πούλιτζερ, κλείνουμε νωρίς…
 18 χρόνια. Το ασανσέρ, τα δικά του. Ισόγειο πάτησα; Μπα,
πάει δεύτερο, καρφί. Και τα τηλέφωνα νεκρά. Μου δίνεις μια γραμμή; Τι, κινητό; Απαγορεύεται, θέλει άδεια από τη διοίκηση…
 Συνελεύσεις. Τσακωμοί. Άλλος εδώ και άλλος εκεί. Μα πάντα στα δύσκολα μαζί. Δεν θα πάρουμε δώρο Πάσχα, θα κλείσει -λένε- η εφημερίδα. Μπα, μωρέ, μάλλον επίδομα άδειας, δεν θα μας δώσουνε…
 Πού ήσουνα 25 Αυγούστου; Που να θυμάμαι! Ρεπορτάζ, ασθένεια, κοπάνα; Το λογιστήριο σου έχει κόψει το μισθό. Το λαιμό μάς έχουνε κόψει εδώ μέσα! (Την τύχη μου…)
 Μια ολόκληρη ζωή. Η εφημερίδα που έγινε άλλη. Τα έμαθες; ‘‘Μας αγόρασε’’ η Γιάννα. Νέα εφημερίδα. Λύτρωση, ελπίδα, αγωνίες, ξενύχτια, στόχοι, όραμα, βραβεία: European newspaper award. Η επιβεβαίωση της νέας εποχής…
 Και σήμερα σε βλέπω για τελευταία φορά. 18 χρόνια. Άσχημα και καλά. Θύμησες. Σε αφήνω πίσω, στο χθες. Θα κλείσω απόψε την πόρτα, θα σου πω ένα τρυφερό γεια, θα αναστενάξω με ανακούφιση και θα γράψω: Τέλος…
 Και αρχή! Το καινούργιο με περιμένει. Μοντέρνο, σύγχρονο,
λαμπερό. Να το ζήσω. Να το αγαπήσω και αυτό. Το αύριο είναι στο Μαρούσι. Και ξημερώνει ωραίο, δυνατό και ελπιδοφόρο.
ΑΝΤΙΟ. Α, και σε ευχαριστώ…»

http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2007/12/14/141207%2043.pdf



Η Ντέπυ Γκολεμά -γι άλλη μια φορά υπέροχη και ειλικρινής- στο σημερινό της άρθρο εκφράζει όλους εμάς που εργαζόμαστε στον Ελεύθερο Τύπο και ζούμε την τελευταία μας μέρα σ’ αυτά τα γραφεία, σ’ αυτή την τεράστια και πολύβουη αίθουσα. Οι αναμνήσεις οι δικές μου φυσικά και δε συγκρίνονται με την πολυετή εμπειρία των υπολοίπων, που μετρούν πολλά πολλά χρόνια δουλειάς εδώ μέσα, χαράς και λύπης. Αλλά οι 8 μήνες, που βρίσκομαι στην εφημερίδα, είναι αρκετοί για να με κάνουν να βουρκώνω, αποχαιρετώντας αυτούς που μένουν πίσω. Γιατί τυχαίνει κιόλας να κατοικώ εδώ στον Άλιμο, πολύ κοντά στον Ελεύθερο Τύπο και από τα 13 μου χρόνια περνούσα απέξω, στη διαδρομή μου από και προς το σχολείο, κοιτώντας τα μεγάλα φωτεινά παράθυρα και την άσπρη πύλη που ανοιγόκλεινε για τα οχήματα των δημοσιογράφων. Καθόμουν με την σάκα στον ώμο στο παγκάκι της απέναντι παιδικής χαράς, συλλογιζόμουν όλους αυτούς που εργάζονταν μέσα στην εφημερίδα και πραγματικά ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να καταφέρω να μπω μια μέρα σ’ αυτό το κτίριο. Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα την 17η του Απριλίου. Και τώρα συνεχίζω με μεγαλύτερη όρεξη και μεράκι σε ένα καινούριο και λαμπερό κτίριο, στο καινούριο «σπίτι» του Ελεύθερου Τύπου στο Μαρούσι.